- καταμετρητής
- οαυτός που καταμετράει ή το όργανο που χρησιμοποιείται για καταμέτρηση: Έχει καταμετρητή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταμετρητής — ο 1. αυτός που κάνει καταμέτρηση 2. όργανο που χρησιμοποιείται για τις καταμετρήσεις, μετρητής, ρολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταμετρῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καταμετρητικός — ή, ό (Α καταμετρητικός, ή, όν) [καταμετρητής] αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στις καταμετρήσεις … Dictionary of Greek
οινοπνευματομετρητής — ο αυτόματος καταμετρητής τής ποσότητας τού οινοπνεύματος που παράγεται από αποστακτική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μετρητής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παραμετρητής — ο, ΝΑ, και παραμετρητήρας Ν όργανο ειδικό για μετρήσεις, καταμετρητής νεοελλ. όργανο για την ακριβή μέτρηση τών διαστάσεων διαφόρων τεμαχίων εξαρτημάτων σε λεπτούς μηχανισμούς, όπως είναι τα ρολόγια, τα όπλα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμετρώ. Η λ.… … Dictionary of Greek
χειροκρίτης — ὁ, Α καταμετρητής ψήφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρίτης (< κριτής), πρβλ. ὀνειρο κρίτης] … Dictionary of Greek
μετρητής — ο 1. αυτός που μετράει, ο καταμετρητής. 2. συσκευή μέτρησης: Μετρητής θερμότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)